-
1 κασκόλ
το άκλ. кашне, шарф -
2 κασκόλ
1) écharpe2) éventé3) fichu4) foulard -
3 κασκόλ
1) apaszka (f) rzecz.2) chusta (f) rzecz.3) chustka (f) rzecz.4) szalik (m) rzecz. -
4 κασκόλ
1) šál2) šátek3) šerpa -
5 κασκόλ
scarfΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κασκόλ
-
6 écharpe
κασκόλ -
7 éventé
κασκόλ -
8 fichu
κασκόλ -
9 foulard
κασκόλ -
10 šál
κασκόλ -
11 šátek
κασκόλ -
12 šerpa
κασκόλ -
13 apaszka
κασκόλ -
14 chusta
κασκόλ -
15 szalik
κασκόλ -
16 кашне
-
17 шарф
-
18 закутать
закутатьсов, закутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:\закутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδί μέ τήν κουβέρχα· \закутать шею шарфом τυλίγω τό λαιμό μου μέ κασκόλ. -
19 кашне
кашнес нескл. τό κασκόλ. -
20 шарф
шарфм ἡ σάρπα/ τό τσεμπέρι (женский)! τό κασκόλ (кашне).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κασκόλ — το (λ. γαλλ.), άκλ., πλεχτό περιλαίμιο που προφυλάσσει το λαιμό από το κρύο: Πάρε και το κασκόλ σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασκόλ — το μακρόστενο πλεκτό ή από ύφασμα περιλαίμιο που προφυλάσσει τον λαιμό από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache col από cacher «κρύβω» και col «λαιμός»] … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)